- σκονίζομαι
- σκονίζομαι, σκονίστηκα, σκονισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κορνιακτίζομαι — (Μ) 1. βάζω σκόνη ή στάχτη σε ένδειξη πένθους 2. σκονίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορνιακτός «σκόνη»] … Dictionary of Greek
συγκονίομαι — ΜΑ κυλιέμαι στη σκόνη μαζί με άλλον, παλεύω με κάποιον καταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κονίομαι «σκονίζομαι» (< κόνις «σκόνη»)] … Dictionary of Greek